- κορνιζοπωλείο(ν)
- το магазин по продаже рамок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κορνιζοπωλείο — το κατάστημα πωλήσεως κορνιζών … Dictionary of Greek
κορνιζάδικο — το [κορνιζάς] εργαστήριο κατασκευής ή και πωλήσεως κορνιζών, κορνιζοποιείο ή κορνιζοπωλείο … Dictionary of Greek